- υπεραζωθαιμία
- η, Νιατρ. αύξηση τής ποσότητας τών αζωτούχων ενώσεων τού αίματος και ιδίως τής ουρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperazotemie < hyper- (< υπερ-*) + azotemie (βλ. αζωθαιμία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.